Το παραμύθι του παλιού χρόνου που δεν ήθελε να φύγει
Το παραμύθι του παλιού χρόνου που δεν ήθελε να φύγει…
Το παραμύθι του παλιού χρόνου που δεν ήθελε να φύγει…
Ο παλιός χρόνος δεν ήθελε να φύγει.
Είχε στρογγυλοκαθίσει στην πολυθρόνα του και δεν έλεγε να το κουνήσει από κει. Όμως η μέρα της αλλαγής ήτανε κοντά κι ο κόσμος (που τον είχε βαρεθεί) βάλθηκε να γκρινιάζει:
«Να φύγει επιτέλους!… Να πάει και να μην ξανάρθει!»
Ο παλιός χρόνος είχε πεισματώσει.
«Μωρέ θα κάτσω εδώ θέλουν και δε θέλουν… Ακούς εκεί να μετράνε τις μέρες μέχρι να με ξεφορτωθούν!»
Τον είχε πειράξει πάρα πολύ. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι τους έπιασε και βιάζονταν τόσο πολύ να τους αδειάσει τη γωνιά. Κι ήταν όλοι τόσο χαρούμενοι όταν τον είχαν καλωσορίσει…
«Καλή Χρονιά!» εύχονταν ο ένας στον άλλον.
«Με υγεία!»
«Ευτυχία και αγάπη!»
«Ειρήνη!»
Ο νέος –τότε– χρόνος άκουγε τις ωραίες εκείνες ευχές και καμάρωνε. Ένιωθε ευτυχής, βλέποντας τον κόσμο να γιορτάζει τον ερχομό του. Και τώρα;…
«Δεν το κουνάω από δω!» αποφάσισε όλο νεύρα.
«Μα, πατέρα, θ’ αφήσεις επιτέλους τις πλάκες για να μπορέσω κι εγώ να κάνω τη δουλειά μου;» διαμαρτυρόταν ο καινούργιος χρόνος που σε λίγες μέρες έπρεπε να τον αντικαταστήσει.
Ο παλιός χρόνος δεν εννοούσε να πειστεί. Κάτι χρειαζόταν ακόμα να κάνει, έλεγε, μόνο που δεν είχε βρει ακόμα τι ακριβώς ήταν αυτό…
«Αλλά να το βρεις γρήγορα, γιατί δεν μπορώ να σε περιμένω αιώνια!» επέμενε ο υποψήφιος αντικαταστάτης του.
«Θα το βρω… θα το βρω…» μουρμούριζε ο παλιός χρόνος, σκαλίζοντας με κόπο τη μνήμη του (δεν ήτανε δα και νέος)… Πίστευε όμως ότι κάτι πολύ σημαντικό είχε ξεχάσει κι έπρεπε να το ξαναθυμηθεί πριν αναγκαστεί να εγκαταλείψει το πόστο του. Ο παλιός χρόνος, βλέπετε, ήθελε να φύγει με δόξα και τιμή. Όχι κυνηγημένος και απόβλητος λες κι ήταν κανένας απατεώνας!
Κι επειδή -όσο κι αν προσπάθησε- κανένα παράπτωμα δεν θυμήθηκε που έπρεπε να το διορθώσει, σκέφτηκε τελικά να συμβουλευτεί τους συνεργάτες του. Κάλεσε τους έντεκα περασμένους μήνες (μαζί με το Δεκέμβρη που ήταν ακόμα της υπηρεσίας…) κι είπε να κάνουν μία σύσκεψη.
«Τι λάθος έγινε;» τους ρώτησε ο παλιός χρόνος κάπως εκνευρισμένα «Τι τους κάναμε; Γιατί θέλουν τόσο πολύ να μας ξεφορτωθούν;»
«Λάθος;…» απόρησε ο Γενάρης «Εγώ -αν θέλεις να ξέρεις- δεν έκανα κανένα λάθος! Μπήκα με τα κρύα μου στη μια μεριά του πλανήτη, με τις ζέστες μου στην άλλη. Έφερα χειμώνα από δω, καλοκαίρι από κει. Και θύμισα στους ανθρώπους όλα όσα υπάρχουν για να χαίρονται κάθε φορά που τους επισκέπτεται ο μήνας Γενάρης.»
«Δεν τους είδα πολύ ευχαριστημένους…» παρατήρησε ο κουτσός μήνας Φλεβάρης «… Εκεί που έφερες κρύο πάγωναν. Ένα σωρό άστεγοι πέθαναν απ’ την παγωνιά, κι ήταν κι άλλοι που ξύλιασαν μες στα σπίτια τους. Άσε που τους είχαν κόψει το ρεύμα γιατί δεν είχαν να το πληρώσουν!»
«Εσύ όμως τους έφερες τη γρίπη! …» επιτέθηκε ο Γενάρης στον Κουτσοφλέβαρο «… Επειδή δηλαδή είσαι κουτσός πρέπει ν’ αρρωστήσουν κι όλοι οι άλλοι; Δεν το ξέρεις ότι μ’ αυτή την παλιοκατάσταση, λίγοι έχουν λεφτά ν’ αγοράσουν φάρμακα;»
«Με κατηγορείς για την αναπηρία μου;» λύσσαξε ο Φλεβάρης.
«Ε, όχι και να τσακωθούμε μεταξύ μας!» προσπάθησε να τους χωρίσει ο Μάρτης. Έτσι κι αλλιώς, είχαν κι από ’κείνον παράπονα οι άνθρωποι. Τον έλεγαν ‘γδάρτη και παλουκοκάφτη’! Τα κρύα του χειμώνα συχνά κρατούσαν όλο το Μάρτη κι ήταν μάλιστα τσουχτερά. Ωστόσο, το μήνα Μάρτη άρχιζε επισήμως η Άνοιξη…
«Αλλά, όπως ξέρετε, την πραγματική Άνοιξη τη φέρνω εγώ!» περιαυτολόγησε ο Απρίλης «Μην ξεχνάτε πως οι άνθρωποι με λένε ‘ξανθό’! Όπως καταλαβαίνετε, το λάθος δεν είναι δικό μου. Αλλού να το αναζητήσετε…»
«Σε ποιον τα πουλάς αυτά;» θύμωσε ο Μάης (που, στο κάτω-κάτω, αν ο Απρίλης ήταν ο ‘ξανθός’, εκείνος ήταν ο ‘μυρωδάτος’!) «Δεν σε λένε και σένα δίγνωμο, όπως το Μάρτη;… Το ξέχασες το χαλάζι που τους έριξες κατακέφαλα;»
Ο μήνας Απρίλης δεν είπε τίποτα γιατί δεν το είχε ξεχάσει το χαλάζι (απλώς έλπιζε ότι δεν θα το θυμόντουσαν οι άλλοι!)… Μάλιστα, σε κάποιο συγκεκριμένο μέρος του πλανήτη, είχε αμολήσει και τυφώνες, που είχαν προκαλέσει μεγάλες καταστροφές κι ένα σωρό άνθρωποι έμειναν χωρίς σπίτια. Κάτι τέτοια καμώματα δεν ήτανε για καύχημα…
Μα ούτε κι ο Μάης, όπως αποδείχτηκε, ήταν άμεμπτος στη θητεία του. Όλοι ήξεραν, άλλωστε, τι έλεγαν οι άνθρωποι γι’ αυτόν: Στον καταραμένο τόπο, Μάη μήνα βρέχει! Κι εκείνος ο Μάης είχε ρίξει τις βροχές του με το τουλούμι… Ένα μεγάλο μέρος της σοδειάς πήγε άκλαφτο (γι’ αποζημιώσεις όμως ούτε κουβέντα!).
«Μόνο το καλοκαίρι μπορούν οι άνθρωποι να είναι ευχαριστημένοι!» δήλωσε με καμάρι ο Ιούνιος (αφού ήταν ο πρώτος καλοκαιρινός μήνας).
Ο καλοκαιρινός Ιούλιος και ο –επίσης καλοκαιρινός– Αύγουστος βιάστηκαν να συμφωνήσουν. Είχαν, εξάλλου, πολλούς λόγους για να το κάνουν.
«Το καλοκαίρι…» είπε αυτάρεσκα ο Αύγουστος «…στο μυαλό των παιδιών έχει ταυτιστεί με την ξενοιασιά!»
«Και γι’ αυτό έχεις βαλθεί να τους το χαλάσεις με τα μελτέμια σου;» μουρμούρισε δυσαρεστημένα ο Σεπτέμβρης. Δυστυχώς, δεν είχε πολλά εφόδια για να συναγωνιστεί τον «ξένοιαστο» συνάδελφό του. Το Σεπτέμβρη, αν θυμάστε, ανοίγουνε τα σχολεία και μερικές φορές αυτό δεν ευχαριστεί πολύ τα παιδιά…
«Εμένα δεν έχετε να με κατηγορήσετε για τίποτα!» ξεκαθάρισε στους υπόλοιπους ο Οκτώβρης, όταν ήρθε η σειρά του «Είμαι μήνας μεταβατικός!»
Μάλλον είχε δίκιο. Ήταν ο μεσαίος φθινοπωρινός μήνας, αλλά και το φθινόπωρο είναι μια μεσαία εποχή. Μεσαία εποχή είναι βέβαια κι η άνοιξη, αφού οδηγεί από το χειμώνα στο καλοκαίρι (όπως το φθινόπωρο οδηγεί από το καλοκαίρι στο χειμώνα), αν όμως κανείς το καλοσκεφτεί, ο αντίστοιχος μήνας της άνοιξης -δηλαδή ο Απρίλης- είναι συνήθως πιο επιθετικός από τον Οκτώβρη.
«Πώς;!» θύμωσε ο Νοέμβρης «Θέλεις να πεις πως εγώ φταίω;!»
Οξύθυμος μήνας ήταν αυτός… Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Νοέμβρης είναι η αρχή του χειμώνα. Κι όποιος δεν έχει δουλειά ή λεφτά, το χειμώνα υποφέρει.
Μόνο ο μήνας Δεκέμβριος δεν ήθελε να μιλήσει. Δεν τα είχε φάει όλα τα ψωμιά του και πίστευε ότι δεν υπήρχε λόγος ν’ απολογηθεί για πράγματα που δεν είχανε ακόμα συμβεί!
Η σύσκεψη κόντευε να τελειώσει, μα ο γερο-χρόνος εξακολουθούσε να προβληματίζεται. Οι σύμβουλοί του δεν τον βοήθησαν πολύ, αντίθετα, τον μπέρδεψαν χειρότερα. Για ποιο λόγο οι άνθρωποι ήτανε τόσο δυσαρεστημένοι μαζί του; Τι παραπάνω λάθη είχαν γίνει στο πέρασμά του και γιατί έπρεπε να φταίνε οι δικοί του μήνες πιο πολύ απ’ όλους τους προηγούμενους;…
Όμως η Πρωτοχρονιά ερχόταν τρέχοντας, κι ο καινούργιος χρόνος τον πίεζε να τελειώνει. Έπρεπε να τα μαζεύει σιγά-σιγά…
«Τι μύγα σ’ έχει τσιμπήσει;» τον μάλωνε καλοκάγαθα, όπως κάνουνε τα ενήλικα παιδιά, μπροστά στις ιδιοτροπίες των γέρων γονιών τους.
Ωστόσο, ο παλιός χρόνος ακόμα καθυστερούσε. Ήταν αποφασισμένος να μην το βάλει κάτω. Ξανάπιασε λοιπόν το συλλογισμό από την αρχή… Όταν ήταν νέος, όλοι τον υποδέχτηκαν με χαρά και με πάρα πολλές προσδοκίες για το μέλλον. Δώδεκα σχεδόν μήνες πέρασαν από τότε κι ένα εκατομμύριο πράγματα συνέβησαν στη ζωή των ανθρώπων. Ήταν πράγματα όμορφα ή άσχημα;… Κι εκείνες οι ευχές για υγεία, ευτυχία, αγάπη, ειρήνη… τι είχαν απογίνει; Πραγματοποιήθηκαν καθόλου;…
Όχι πολύ, ούτε για πολλούς!
Όσο οι σύμβουλοί του καβγάδιζαν (ομολογώντας ο καθένας τις κουτσουκέλες του…), ο γερο-χρόνος καταλάβαινε ότι η χρονιά των πιο πολλών ανθρώπων δεν είχε πάει τόσο καλά. Έφταιγαν οι μήνες του τάχα;… Προσπάθησε να θυμηθεί όλα όσα έγιναν στον κόσμο από τότε που πήρε τη θέση του προκατόχου του.
Πολλοί γεννήθηκαν στο διάστημα αυτό και πολλοί είχαν πεθάνει. Οι δυστυχισμένοι ήταν περισσότεροι από τους ευτυχισμένους κι οι αγαπημένοι λιγότεροι από τους μοναχικούς. Νέοι πόλεμοι ξέσπασαν πάνω στον πλανήτη κι οι άνθρωποι είχαν αφήσει τους λίγους να εκμεταλλεύονται τους πολλούς. Ωστόσο, η δική του χρονιά δεν είχε πάει χειρότερα απ’ τις προηγούμενες… Γιατί λοιπόν δεν ήθελαν ούτε να τον ξέρουν;
«Γιατί ψάχνουν απαντήσεις για τη ζωή τους στο λάθος μέρος» είπε ανυπόμονα ο καινούργιος χρόνος (που φοβόταν ότι με τις τσιριμόνιες του πατέρα του μπορεί να έχανε καμιά προθεσμία).
«Δεν καταλαβαίνω τι θες να πεις. Και ποιο μέρος είναι το σωστό;»
«Η ίδια η ζωή τους φυσικά!»
Ο παλιός χρόνος μπερδεύτηκε. Αφού ήταν «φυσικό», τότε πώς γινότανε να μην το καταλαβαίνουν;…
«Είπα ‘φυσικά’… Δεν είπα ‘εύκολα’!» παρατήρησε ο νέος «Άμα δεν ξέρεις τον φταίχτη της δυστυχίας σου, συχνά κατηγορείς όποιον να ’ναι. Συνήθως τον πιο απίθανο. Έτσι μπορείς να ξεσπάς τα νεύρα σου χωρίς να πρέπει να κάνεις τίποτε.»
Ο πατέρας θαύμασε τη σοφία του γιου.
«Παιδί μου, πότε πρόλαβες, τόσο νέος, να γίνεις κιόλας τόσο σοφός;…»
«Μα δεν είναι δική μου αυτή η σοφία…»
«Και τίνος είναι;!»
«Δική σου! Αλλά όχι μόνο δική σου. Είναι η σοφία όλων των προηγούμενων χρόνων που πέρασαν πριν από σένα κι έφυγαν. Στην πραγματικότητα, είναι η σοφία όλων των ανθρώπων που έχουν περάσει κι έχουν φύγει… εξάλλου, αν δεν υπήρχαν άνθρωποι, δεν θα υπήρχε η έννοια του χρόνου. Μην ανησυχείς λοιπόν γιατί έτσι γίνεται πάντα. Η σοφία εξακολουθεί να υπάρχει, ακόμα κι όταν εσύ νομίζεις πως χάθηκε. Μπορεί να μην θυμάσαι πια, όμως ό,τι ήξερες πέρασε σε μένα! Αλλά κι η δική μου σοφία θα περάσει στον επόμενο χρόνο, όταν θα ’ρθει να μ’ αντικαταστήσει…»
Και πάλι ο γερο-πατέρας θαύμασε τα λόγια του νεαρού γιου. Του φαινόταν αδιανόητο ότι, κάποτε, κι ο ίδιος σκεφτόταν έτσι!
«Άρα, οι καλές ευχές είναι άχρηστες!» είπε, μονολογώντας, ο παλιός χρόνος «Αφού μόνο οι άνθρωποι μπορούν να διορθώσουν τις ζωές τους, τότε δεν έχουν ανάγκη από ευχές…»
«Και όμως έχουν! Με τις ευχές, οι άνθρωποι θυμίζουν ο ένας στον άλλον ποια είναι τα πράγματα που αξίζουνε στη ζωή τους. Κι ότι πρέπει να προσπαθήσουν ολόκληρο τον καινούργιο χρόνο, αν θέλουν να φέρουν πιο κοντά ένα μέλλον όπου οι ευχές όλων και όχι λίγων θα μπορέσουν να πραγματοποιηθούν…»
Με τα τελευταία του λόγια, οι μέρες του μήνα Δεκέμβρη σώθηκαν.
Ο παλιός χρόνος -αποκτώντας και πάλι για μια στιγμή όλη τη σοφία των ανθρώπων και των χρόνων που πέρασαν- χαμογέλασε. Ύστερα ξεθώριασε κι έσβησε.
Ο καινούργιος χρόνος, λαμπερός και πανέτοιμος, πήρε τη θέση του στη ζωή των ανθρώπων.
Καλή Χρονιά…
Αλέκος Χρυσόπουλος
ΠΗΓΗ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου