ΣΕΙΣΑΧΘΕΙΑ ΕΠΑΜ
Εθνικό Νόμισμα: Το γιατί και το πώς
Η ύπαρξη εθνικού νομίσματος συνδέεται άρρηκτα με την εθνική κυριαρχία και ανεξαρτησία.
Από τους υστερικούς νεοφιλελεύθερους της δεξιάς, ως τους κοσμοπολίτες της αριστεράς, πολλοί είναι αυτοί που ισχυρίζονται ότι η εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία της χώρας δεν είναι το μείζον. Υιοθετούν στη πράξη, την αρπακτική λογική του διεθνούς κεφαλαίου, που θέλει να οικοδομήσει μια ενιαία παγκόσμια αγορά χρήματος, προϊόντων και εργασίας. Την εθνική ανεξαρτησία της χώρας του τη χρειάζεται περισσότερο από οποιονδήποτε ο εργαζόμενος λαός, για να προστατεύσει και να θωρακίσει τα εργασιακά, κοινωνικά και πολιτικά του δικαιώματα απέναντι στη λαίλαπα των αγορών. Το εθνικό νόμισμα δεν είναι πανάκεια, είναι όμως απαραίτητο για να σταματήσει η αποικιοποίηση της χώρας και η μετατροπή των εργαζόμενων σε δουλοπάροικους. Άλλωστε το εθνικό νόμισμα δεν επινοήθηκε από τους ισχυρούς, αλλά από τις μικρές και αδύναμες οικονομίες. Είναι η αφετηρία ανάταξης και ανασυγκρότησης της οικονομίας, ένα εργαλείο προστασίας εισοδημάτων, καταθέσεων και λοιπών δημόσιων και ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων. Γι αυτό δεν πρέπει να είναι ελεγχόμενο από υπερεθνικούς οργανισμούς, είτε ως...
«σκληρό» ευρώ, είτε ως «μαλακό» ευρώ, είτε ως επιστροφή στη «δραχμή». Στο βαθμό που θα ελέγχεται από την ΕΚΤ, την ΕΕ θα είναι κατοχικό νόμισμα, μέσο λεηλασίας του λαού και της χώρας. Έτσι, ένα γνήσια Εθνικό Νόμισμα είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για τη κατοχύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας.
Οι συνέπειες της ένταξης στην ευρωζώνη:
Η Ελληνική οικονομία έχασε με το ευρώ το 60% της ανταγωνιστικότητας που είχε με τη δραχμή! Γι’ αυτό εκτινάχθηκαν τα εξωτερικά ελλείμματα και αποσαθρώθηκε η πρωτογενής και δευτερογενής παραγωγή. Επιταχύνθηκε η εγκατάλειψη της υπαίθρου και το κλείσιμο βιομηχανικών μονάδων, που είχε ξεκινήσει ήδη από τη δεκαετία του ’80, εξαιτίας της επιβολής μιας σειράς κανόνων και οδηγιών που είχαν σχεδιαστεί επί τούτου προς όφελος των ισχυρών στο εσωτερικό της ΕΕ. Έτσι, σε όλη την περίοδο του ευρώ η τάση αυτή αποσάθρωσης της παραγωγικής βάσης της χώρας έγινε ο κύριος τροφοδότης της ανεργίας, που εκτινάχθηκε στα υψηλότερα μεταπολεμικά επίπεδα ακόμη και πριν τα μνημόνια, τη χρεοκοπία και την ύφεση. Ειδικότερα η μακροχρόνια ανεργία και η ανεργία της νεολαίας, ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο.
Την περίοδο του ευρώ, το 20% του πληθυσμού ήταν μονίμως κάτω από το επίσημο όριο της απόλυτης φτώχιας και εξαθλίωσης, δηλαδή περίπου το διπλάσιο από ότι ήταν την περίοδο της δραχμής. Επί ευρώ, η ποιότητα ζωής και εργασίας των Ελλήνων επιδεινώθηκε δραματικά φτάνοντας στο σημείο να δουλεύουν σκληρότερα και περισσότερες ώρες από το μέσο Ευρωπαίο, κερδίζοντας πολύ λιγότερα χρήματα και έχοντας τις χειρότερες κοινωνικές απολαβές, ενώ το μέσο νοικοκυριό είχε συνεχώς αρνητική ροπή προς αποταμίευση, σε αντίθεση με την περίοδο της δραχμής. Γι’ αυτό και ο ιδιωτικός δανεισμός εκτινάχθηκε την περίοδο του ευρώ, κρύβοντας πίσω από μια φαινομενική και επίπλαστη ευημερία την πραγματική μείωση των εισοδημάτων, την αυξανόμενη φτώχεια.
Το συνολικά συσσωρευμένο ελληνικό δημόσιο χρέος σε ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο έως 31/12/2001, ανέρχονταν σε 122 δις ευρώ. Ενώ από 1/1/2002 έως 31/12/2009, σε οκτώ μόλις χρόνια ευρώ, το δημόσιο χρέος εκτινάχθηκε κατά 176 δις. Δηλαδή αυξήθηκε 2,4 φορές σε σχέση με ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο της δραχμής. Τότε όμως το 80% του χρέους ήταν δραχμικό και διαχειρίσιμο, ενώ με την ένταξη στην ευρωζώνη μετατράπηκε σε ξένο σκληρό νόμισμα. Αυτή ήταν η χαριστική βολή που έκανε το ελληνικό δημόσιο χρέος μη διαχειρίσιμο, ανοίγοντας το δρόμο στη χρεοκρατία. Ανάλογα συνέβησαν και με τη χρυσή λίρα το ’30.
Τα παραπλανητικά διλλήματα και η αλήθεια.
Δυο παραπλανητικά διλλήματα αποπροσανατολίζουν ως τώρα τον λαό μας. Δύο διλλήματα που προβλήθηκαν κι επιβλήθηκαν τόσο από τους ξένους τοκογλύφους, όσο κι από το πολιτικό πρόσωπο του δωσιλογισμού, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, τη ΝΔ, το ΛΑΟΣ, αλλά και ουκ ολίγους «αντιμνημονιακούς» που ψαρεύουν σε θολά νερά:
1. Η Ελλάδα πρέπει να διαλέξει μεταξύ πτώχευσης και σωτηρίας: Ψεύδος. Η χώρα μας δεν είχε ποτέ να επιλέξει μεταξύ πτώχευσης και σωτηρίας από την πτώχευση. Αντίθετα έχει να επιλέξει μεταξύ: α) τη μη αναγνώριση και διαγραφή του τερατώδους, παράλογου και παράνομου χρέους της, σύμφωνα και με το διεθνές δίκαιο και β) μιας πτώχευσης με τους όρους των ξένων δανειστών της και εγχώριους δανειστές, με την παράδοση σε αυτούς των περιουσιακών της στοιχείων (δημοσίων και ιδιωτικών) και με παράλληλη παραμονή σε ένα μηχανισμό χρέους όπου όσα περισσότερα πληρώνεις, τόσα περισσότερα χρωστάς.
2. Η Ελλάδα πρέπει να διαλέξει μεταξύ παραμονής ή εξόδου από τη ζώνη του ευρώ: Όχι, δεν έχει να διαλέξει μεταξύ παραμονής και εξόδου από το ευρώ. Αλλά μεταξύ: α) μιας εξόδου από το ευρώ με τους δικούς της όρους, το δικό της εθνικό νόμισμα και το δικό της σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης, όπου ο λαός μπορεί να γίνει νοικοκύρης στο τόπο του και β) μιας εξόδου υπό το καθεστώς διαρκούς χρεωκοπίας με κατοχικό νόμισμα, υπό πλήρη έλεγχο και κατοχή από τους δανειστές της. Η εξάρτηση, η υποτέλεια, η οικονομική υποδούλωση της Ελλάδας εκφραζόταν πάντα από την εξάρτηση των συναλλαγών της από κάποιο διεθνές ισχυρό νόμισμα (χρυσή λίρα, δολάριο, ευρώ). Το βασικό επιχείρημα ήταν ένα: η εξάρτηση από ένα ισχυρό ξένο νόμισμα προσδίδει κύρος στην οικονομία, της εξασφαλίζει καλύτερη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές και χαμηλότοκα δάνεια. Η αλήθεια ήταν και είναι διαφορετική!
Το νόμισμα απηχεί την υγεία και την παραγωγική συγκρότηση μιας οικονομίας. Δεν μπορεί να υπάρξει ισχυρό ή ανίσχυρο νόμισμα από μόνο του, δίχως να το υποστηρίζει μια ισχυρή ή αντίστοιχα μια ανίσχυρη οικονομία. Γι’ αυτό η επιβολή ενός «ισχυρού νομίσματος» σε μια ανίσχυρη οικονομία, όπως συνέβη με το ευρώ, οδηγεί την τελευταία σε ασφυξία.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση που οδήγησε τη χώρα στη καταστροφή, δεν μπορεί να είναι ο δρόμος της σωτηρίας.
Για να απαλλαγεί η χώρα από το καθεστώς κατοχής, να σωθεί ο λαός από βέβαιο εξανδραποδισμό, πρέπει να σπάσουμε τα δεσμά των διεθνών συμβάσεων και μνημονίων. Να βγούμε τώρα από το ευρώ. Ζητάμε εθνικό νόμισμα, όχι για να πληρώσουμε το δημόσιο χρέος, αλλά για να το διαγράψουμε. Η μετάβαση στο εθνικό νόμισμα προϋποθέτει τη μη αναγνώριση του δημόσιου χρέους και την άρνηση πληρωμής του με βάση το διεθνές δίκαιο. Θα δώσει την αναγκαία ελευθερία κινήσεων, ώστε να είναι δυνατό να εφαρμοσθούν μέτρα και πολιτικές που θα αντιμετωπίσουν στη ρίζα τους τα μεγάλα δομικά προβλήματα και τα χρόνια διαρθρωτικά ελλείμματα της εθνικής οικονομίας. Θα επιτρέψει τον εθνικό οικονομικό σχεδιασμό, εξασφαλίζοντας τους αναγκαίους πόρους για την παραγωγική της ανασυγκρότηση και την ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των εργαζόμενων μέσω της αναδιανομής εισοδήματος. Μόνο έτσι θα μπει σε κίνηση η αγορά, θα ανασάνει η μικρομεσαία επιχείρηση και θα καταργηθεί η ληστρική υπερφορολόγηση του εργαζόμενου λαού. Με την έξοδό μας από το ευρώ , ο λαός μας μπορεί να ανοίξει το δρόμο προς την ελευθερία και σε άλλους λαούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Έξοδος από την ευρωζώνη: Η διαδικασία.
Η καθιέρωση εθνικού νομίσματος απαιτεί ένα συντονισμένο, καλά οργανωμένο σχέδιο εξόδου από την ευρωζώνη. Τα άμεσα μέτρα που απαιτούνται για να μπορεί να προχωρήσει η διαδικασία αυτή είναι:
1. Εθνικοποίηση της Τράπεζας της Ελλάδας και των μεγάλων εμπορικών Τραπεζών, προκειμένου να εμποδιστεί η διαφυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό. Επίσης, για να εκκαθαριστούν τα ενεργητικά τους και να φανεί η έκταση και το βάθος της κερδοσκοπίας σε βάρος του δημοσίου και του ελληνικού λαού, καθώς και της κατάχρησης της εμπιστοσύνης του καταθετικού και επιχειρηματικού κοινού και να οδηγηθούν στο εδώλιο οι υπεύθυνοι.
2. Επιβολή καθεστώς αυστηρού ελέγχου στη συνολική κίνηση κεφαλαίων και ειδικότερα στην εξαγωγή χρήματος.
3. Δημιουργία μηχανισμού ελέγχου του συνόλου των εισαγωγών της χώρας, ώστε να σπάσει το καθεστώς μονοπωλιακού ελέγχου των διακινούμενων αγαθών από τις πολυεθνικές.
4. Μέσα στο μεταβατικό διάστημα των πρώτων λίγων μηνών, όπου θα πρέπει να δημιουργηθούν κατάλληλα συναλλαγματικά αποθέματα στην κεντρική τράπεζα που θα διευκολύνουν την κάλυψη των εισαγωγών, θα αποσυρθεί το μεγαλύτερο μέρος των χαρτονομισμάτων του ευρώ που κυκλοφορούν στην ελληνική οικονομία. Με την υπάρχουσα σήμερα κατάσταση στο έλλειμμα του εξωτερικού εμπορικού ισοζυγίου, το επιπλέον ποσό που θα χρειαστεί η οικονομία για να καλύψει τις ανάγκες της σε πληρωμές προς το εξωτερικό, ανέρχεται σε 5,6 δις ευρώ. Ποσό που μπορεί σχετικά εύκολα να εξοικονομηθεί με τη γενίκευση της χρήσης «πλαστικού» - «ψηφιακού» χρήματος. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα ενθαρρυνθούν να χρησιμοποιούν τραπεζικό χρήμα και αλληλόχρεους λογαριασμούς. Φυσικά επιβάλλεται η κατάργηση των τοκογλυφικών επιτοκίων. Υπολογίζεται, ότι έτσι μπορεί να ενισχυθούν τα συναλλαγματικά αποθέματα κατά 11-12 δις ευρώ, ποσό υπεραρκετό για να καλύψει τις αγορές εισαγομένων αγαθών, ακόμη και χωρίς άμεση επέμβαση στη σύνθεσή τους.
Η στήριξη του εθνικού νομίσματος:
Θα υπάρξουν διαρκείς υποτιμήσεις; Θα εκτιναχτεί ο πληθωρισμός; Θα καταστεί η χώρα έρμαιο της κερδοσκοπίας;
Όχι, απαντάμε κατηγορηματικά, εκτός κι αν αφήσουμε ελεύθερες τις αγορές και την κίνηση κεφαλαίων, αν συνεχίσουμε το δρόμο της εσωτερικής υποτίμησης με διαρκείς πολιτικές λιτότητας, που θα φέρουν ως φυσική συνέπεια την εξωτερική υποτίμηση και το πληθωρισμό. Το νόμισμα θα στηριχθεί. Όμως στήριξη του νομίσματος σε συνθήκες ανοιχτών αγορών κεφαλαίου και «απορυθμισμένου» πιστωτικού συστήματος, δεν μπορεί να υπάρξει. Η οικονομική κρίση έδειξε ότι αυτό είναι αδύνατο και για το ευρώ. Άλλωστε η ελληνική κρίση ήταν απότοκο της κρίσης του ευρώ, της ευρωζώνης!
Ένας άμεσος και αποτελεσματικός τρόπος στήριξης του εθνικού νομίσματος ιδίως ως συναλλακτικό μέσο για τις σχέσεις με το εξωτερικό, είναι η αξιοποίηση των διαθέσιμων πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας, κυρίως των πιο πολύτιμων. Πάντα βέβαια με την προϋπόθεση ότι υπάρχει αποτελεσματικός έλεγχος της κίνησης του κεφαλαίου και του πιστωτικού συστήματος. Αντίθετα με τις νοοτροπίες της ψωροκώσταινα η χώρα μας είναι πλούσια και ικανή να θρέψει το λαό της. Άλλος τρόπος στήριξης του εθνικού νομίσματος είναι η ενεργητική πολιτική διακρατικών εμπορικών συμφωνιών με βάση το αμοιβαίο όφελος, έξω από τα κανάλια της ΕΕ, του ΠΟΕ και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Άλλωστε ένα νόμισμα είναι τόσο πολύτιμο, όσο η συνολική αξία των εμπορικών συμφωνιών που αποτυπώνει. Και σ’ αυτόν τον τομέα η χώρα έχει τεράστιες δυνατότητες, ιδίως με τους γείτονές της, τις χώρες της ευρύτερης περιοχής και δεκάδες άλλες που αναζητούν εναγωνίως εμπορικές επαφές έξω από τα κανάλια των πολυεθνικών και των οργανισμών τους.
Η σταθερότητα του εθνικού νομίσματος εξαρτάται τέλος από το κατά πόσο μια χώρα είναι υποχρεωμένη να αγοράζει συνάλλαγμα για τις διεθνείς συναλλαγές της. Η αξιοποίηση μορφών συνεργασίας κλήρινγκ, διακρατικών προγραμματικών συμφωνιών, κοκ, βρίσκει τα τελευταία χρόνια θιασώτες σε πάρα πολλά κράτη για να γλυτώσουν από το δυσβάσταχτο κόστος της συντήρησης υψηλών συναλλαγματικών αποθεμάτων, π.χ. η συμφωνία Πετροκαρίμπε είναι ανοιχτή σε όλα τα κράτη της υφηλίου, στηρίζεται σε τέτοιες λογικές ακόμη και για την παροχή πετρελαίου σε προνομιακές τιμές.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου